Restoran, hrana
restoran = εστιατόριο, το/ταβέρνα, η a la card = αλά καρτ švedski sto = μπουφές prostorija za pušače = χώρος καπνιστών prostorija za nepušače = χώρος μη καπνιστών sto = τραπέζι stolica = καρέκλα konobar – konobarica = σερβιτόρος– σερβιτόρα jelovnik = μενού / κατάλογος aperitiv = απεριτίφ / ορεκτικό ποτό specijalitet = σπεσιαλιτέ pribor za jelo = μαχαιροπίρουνα escajg = σερβίτσιο stolnjak = τραπεζομάντηλο tanjir = πιάτο (βαθύ) tacna = πιάτο (ρηχό) viljuška = πιρούνι kašika = κουτάλι nož = μαχαίρι salveta = χαρτοπετσέτα čačkalica = οδοντογλυφίδα račun = απόδειξη / λογαριασμός bakšiš = φιλοδώρημα, tips predjelo = ορεκτικά meze = μεζές pečeni feta sir = φέτα ψητή pohovani feta sir = φέτα σαγανάκι kroketi sa sirom = τυροκροκέτες
» Read more