Pepeljuga

Η  Σ Τ Α Χ Τ Ο Π Ο Υ Τ Α

Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος (trgovac) με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη.

Η γυναίκα του όμως αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε…

Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν όμορφες στην όψη (na pogled), μα άσχημες στην καρδιά.

Δεν πέρασε λίγος καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε την κόρη του μόνη με τη μητριά (maćeha) και τις δυο της κόρες.

Μόλις έφυγε ο πατέρας της η μητριά, που ζήλευε την κοπέλα γιατί ήταν όμορφη και καλή, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλείες του σπιτιού σαν να ήταν υπηρέτρια. Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας τη φώναζαν Σταχτοπούτα.

Μια μέρα ο βασιλιάς (kralj) της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή (odgovarajuću) για το γιο του, τον πρίγκιπα (princ).

Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για το χορό. Η μητέρα τους πίστευε πως σίγουρα μια απο τις δύο τους θα γινόταν πριγκίπισσα.

Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να έρθει και αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε: “Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..”

Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για το χορό ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα (rasplakala se).

«Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στο χορό του πρίγκιπα!»

Ξάφνου εκεί που έκλαιγε είδε ένα φως και μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα.

«Σταχτοπούτα, είμαι η νονά (kuma) σου και είμαι νεράιδα (vila). Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στο χορό.»

Βγήκαν μαζί στον κήπο και η νονά της άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι (čarobni štapić) μια κολοκύθα (bundeva), που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα (kočije). Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα.

Τέλος άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια (cipelice)!

«Και τώρα είσαι έτοιμη για το χορό! Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια (krpe, tralje, dronjci)

Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στο χορό ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν απο τα μεσάνυχτα..

Όταν μπήκε στο παλάτι όλοι έμειναν άφωνοι  (ostali bez teksta) από την ομορφιά της. Αναρωτιόνταν ποιά ήταν η όμορφη νέα και απο πού είχε έρθει. Η μητριά και οι κόρες της δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους (pukle od ljubomore)!

Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί και όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της.

Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε (zaljubila se) αμέσως τον πρίγκιπα, το ίδιο κι αυτός. ♥

Χόρευαν ευτυχισμένοι ώσπου ξαφνικά…Ντιν, Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα χωρίς να πει λέξη άρχισε να τρέχει για να φύγει πριν λυθούν τα μάγια (nestane, skine se magija) και γίνει ξανά μια φτωχή κοπέλα.

«Στάσου!» φώναξε ο πρίγκιπας, μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της που είχε πέσει στις σκάλες.

Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της στο σπίτι.

“Μα, ποια ήταν εκείνη η κοπέλα που μάγεψε τον πρίγκιπα και εξαφανίστηκε;” “Και ο πρίγκιπας ορκίστηκε (zakleo se) πως θα τη βρει και θα την παντρευτεί”.

Η καρδιά της σταχτοπούτας χτύπησε δυνατά μόλις άκουσε αυτά τα λόγια και κοιμήθηκε ευτυχισμένη..

Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ’ όλο το βασίλειο (kraljevstvo) και να του φέρει την κοπέλα που στο πόδι της θα ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι.

Με τα πολλά ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας.

Οι αδερφές της δοκίμασαν το γοβάκι αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει άλλα η μητριά της δεν την άφησε.

«Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Εσένα η δουλεία σου είναι στη κουζίνα» της είπε με κακία.
Ο αυλικός (dvoranin) όμως αγνόησε τη κακία μητριά και έδωσε το γοβάκι στη σταχτοπούτα. Όταν είδαν πως της έκανε η μητριά και οι κόρές της πρασίνισαν από το κακό τους!
Ο αυλικός πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε (prepoznao). Οι δύο αδερφές και η μητριά της έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον (pošto poto, na brzu brzinu) από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι’ αυτές.

Όσο για τη Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους από το ταξίδι του.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

* Τ Ε Λ Ο Σ *

__________

R E Č N I K

έμπορος, ο = trgovac
μητριά, η – πατριός, ο = maćeha – očuh
το βασίλειο, το = kraljevstvo
ο βασιλιάς, ο – βασίλισσα, η = kralj – kraljica
πρίνγκιπας, ο  – πριγκίπισσα, η = princ – princeza
αυλή, η = dvor
αυλικός = dvoranin
νεράιδα, η = vila
υπηρέτρια, η = služavka

έβαλε τα κλάματα = briznula u plač, rasplakala se
μαγικό ραβδί, το = čarobni štapić
μένω άφωνος/άφωνη = ostajem bez reči, bez teksta
σκάω από τη ζήλια = pucam od ljubomore
πρασινίζω από την κακία = zelenim od zavisti, zla

 

 

Casovi grckog

Leave a Reply

Your email address will not be published.