Crvenkapa
Η Κ Ο Κ Κ Ι Ν Ο Σ Κ Ο Υ Φ Ι Τ Σ Α
Κάποτε, στην άκρη ενός δάσους (šume), ζούσε με τη μαμά του ένα όμορφο κοριτσάκι. Την έλεγαν Κοκκινοσκουφίτσα επειδή φορούσε συνέχεια ένα κόκκινο σκουφάκι (kapicu) που της είχε χαρίσει η γιαγιά της.
Μια μέρα η μαμά της, της είπε «Κοκκινοσκουφίτσα μου η γιαγιά είναι άρρωστη. Πήγαινε να τη δεις και πάρε να της δώσεις αυτό το καλαθάκι (korpica) που ετοίμασα. Πρόσεχε όμως γιατί στο δάσος ζει ο κακός λύκος (zli vuk) και είναι πολύ επικίνδυνος (opasan)»
Η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε χαρούμενη για το σπίτι της γιαγιάς που ήταν στην άλλη άκρη του δάσους. Ξάφνου (odjednom), ενώ μάζευε λουλούδια για τη γιαγιά της πετάγεται μπροστά της ο κακός λύκος.
“Γεια σου, όμορφο κορίτσι, τι κάνεις εδώ, μόνη σου στο δάσος;”
Η Κοκκινοσκουφίτσα, ξεχνώντας τη συμβουλή της μαμάς της, απάντησε στο λύκο « Πάω αυτό το καλαθάκι στη γιαγιά μου, που είναι άρρωστη»
Ο λύκος κοίταξε την Κοκκινοσκουφίτσα και ξερογλύφτηκε (oblizao se)..
«Και που μένει η γιαγιά σου κοριτσάκι μου;»
Η Κοκκινοσκουφίτσα του έδειξε προς τα πού ήταν το σπίτι της γιαγιάς και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια ενώ ο λύκος έφυγε τρέχοντας.
Σε λίγο ο λύκος είχε φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε τη πόρτα. «Ποίος είναι;» Ρώτησε η γιαγιά.
Ο λύκος, που άλλαξε τη φωνή του, είπε γλυκά:
«Ειμαι η εγγονούλα σου και σου φέρνω ένα καλαθάκι από τη μαμά»
«Αχ, Κοκκινοσκουφίτσα μου, εσύ είσαι;
Έλα μέσα-είπε η γιαγιά – η πόρτα δεν είναι κλειδωμένη »
Με μιας ο λύκος μπαίνει μέσα και κάνει τη γιαγιά μια χαψιά (progutao)! Έπειτα φόρεσε τη νυχτικιά (spavaćica) της και χώθηκε κάτω από τις κουβέρτες (uvukao pod ćebe) για να περιμένει την Κοκκινοσκουφίτσα.
Σε λίγο έφτασε στο σπίτι η Κοκκινοσκουφίτσα. Χαιρέτησε τη γιαγιά της άλλα της φάνηκε λίγο διαφορετική όταν πλησίασε στο κρεβάτι.
-Γιαγιά γιατί τα αφτιά σου είναι τόσο μεγάλα;
-Για να σ’ ακουώ καλύτερα παιδάκι μου, απάντησε ο λύκος με πιο λεπτή φωνή.
-Και το στόμα σου γιατί είναι τόσο μεγάλο;
-Για να σε φάω καλύτερα! Είπε και την έκανε μια χαψιά!
Σκασμένος απ το πολύ φαΐ ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε.
Για κακή του τύχη όμως εκείνη την ώρα περνούσε απ το σπίτι ένας κυνηγός (lovac). Μπαινέι μέσα βλέπει τη φουσκωμένη κοιλιά (naduven stomak) του λύκου και κατάλαβε αμέσως τι είχε γίνει. Παίρνει λοιπόν ένα κοφτερό μαχαίρι (oštar nož) ανοίγει τη κοιλιά του λύκου και βγάζει από μέσα την Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της που ευτυχώς ήταν ακόμα ζωντανές (žive).
Ευτυχισμένες που σώθηκαν (spasile se), ευχαρίστησαν τον κυνηγό και η Κοκκινοσκουφίτσα υποσχέθηκε (obećala je) πώς από δω και πέρα (ubuduće) θα άκουγε πάντα τις σύμβουλές της μαμάς της.
__________
R E Č N I K
δάσος, το = šuma
σκούφος, το – σκουφάκι, το = kapa – kapica
καλάθι, το – καλαθάκι, το = korpa – korpica
λύκος, ο = vuk
κίνδυνος, ο – επικίνδυνος, -η = opasnost – opasan, -a
ξάφνου = ξαφνικά = iznenada, odjednom
άρρωστος, -η = bolestan, -a
χτυπάω = udaram, *kucam, zvonim
χτυπάω την πόρτα = kucam na vrata
*έσκασα από το φαΐ = preždrao-la sam se, hoću da puknem
σώζω = spašavam
υπόσχομαι – υπόσχεση, η = obećavam – obećanje
*από ‘δω και πέρα = od sad (pa nadalje)