Prometej
Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κάποτε, στα πολύ αρχαία χρόνια, όταν υπήρχαν μόνο αθάνατοι (besmrtni) θεοί και κανένα θνητό ον (smrtno biće) πάνω στη γη, σκέφτηκαν οι αθάνατοι να δημιουργήσουν πλάσματα που θα την κατοικούσαν. Όταν αυτό έγινε, ανάθεσε (poverio) ο Δίας στους δυο γιους του Τίτανα Ιαπετού, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα, να προικίσουν (obdare) με χάρες και δυνάμεις τα όντα της γης.
Ο Επιμηθέας ζήτησε από τον αδελφό του να τον αφήσει να κάνει αυτός τη μοιρασιά. Έτσι, σε άλλο ζώο έδωσε ομορφιά, σε άλλο δύναμη, άλλο το έκανε μικρό, αλλά γρήγορο, άλλο μεγάλο και άλλο έξυπνο.
Στόλιζε, χάριζε και μοίραζε ολοένα ο Επιμηθέας κι όπως δεν ήταν τόσο σοφός (mudar) όπως ο αδελφός του, έδωσε όλα τα όπλα και τις χάρες στα ζώα και άφησε τελευταίο τον άνθρωπο, γυμνό και ανυπεράσπιστο (nezaštićen) χωρίς κανένα όπλο.
Ο Προμηθέας, ο φίλος του ανθρώπου, για να διορθώσει αυτό το κακό, έκλεψε σοφία (mudrost) από την Αθηνά και του έδωσε τη λογική. Έπειτα έκλεψε τη φωτιά από το εργαστήρι του Ήφαιστου και τη δώρισε (darovao) στον άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος από τότε, άρχισε να ζεσταίνεται, να ζει και να δημιουργεί (stvara) με τη φωτιά.
Ο Προμηθέας πήρε το ανθρώπινο γένος (ljudski rod) υπό την προστασία (pod zaštitu) και του δίδαξε όλα όσα ήξερε. Όμως ο Δίας θύμωσε μαζί του, που βοήθησε τον άνθρωπο τόσο πολύ ώστε να μοιάζει στους θεούς. Ειδικά όταν έμαθε πως του έδωσε τη φωτιά, έριξε αστραπές και βροντές (munje i gromove) από την οργή (gnev, bes, srdžba) του. Η φωτιά ως τότε ήταν δώρο αποκλειστικά για θεούς. Γι’ αυτό τιμώρησε (kaznio) τον Προμηθέα πολύ σκληρά. Τον αλυσόδεσε (vezao lancima) στην κορφή του Καυκάσου, στην άκρη του κόσμου κι ένας αετός πήγαινε καθημερινά και του έτρωγε το συκώτι (džigerica, jetra). Το συκώτι όμως του Προμηθέα ξαναγινόταν τη νύχτα κι έτσι την άλλη μέρα που ερχόταν πάλι ο αετός, το ξανάτρωγε.
Τριάντα χρόνια μετά, ο Ηρακλής λύτρωσε (spasao, izbavio) το φιλάνθρωπο Προμηθέα από το φριχτό του μαρτύριο.