βλέπω, βάλλω, καλώ

ΒΛΕΠΩ – είδα – ειδώθηκα – θα ιδωθώ βλέπω = vidim, gledam *είδα τον Γιώργο στο πάρτι χθες *έχω καιρό να σε δω *πότε θα ιδωθούμε; διαβλέπω = slutim, predosećam *σοβαρό κίνδυνο διάσπασης της ΕΕ διαβλέπει ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς. προβλέπω = predviđam *για αύριο προβλέπεται αίθριος καιρός παραβλέπω = zanemarujem, pravim se da ne vidim, gledam kroz prste *η μαμά πάντα παραβλέπει τα λάθη μας επιβλέπω = nadzirem, nadgledam, vršim nadzor *ο κύριος Οικονόμου επιβλέπει τα έργα αποβλέπω = težim, imam nameru, imam za cilj *ο γιος μας αποβλέπει στο να γίνει πιλότος ____________________________________ ΒΑΖΩ/ΒΑΛΛΩ – έβαλα – βάλθηκα/βλήθηκα – βολή βάζω = stavljam, sipam, ubacujem *βάλαμε δυο γκολ *βάλε μου λίγο κρασί εισβάλλω = upadam, vršim raciju, invaziju

» Read more

Genitiv i akuzativ – pomeranje akcenta

P R A V I L A MUŠKI ROD –ος Oksitone (akcenat na poslednjem slogu): Ostaju iste Paroksitone (na 2. od kraja) : Ne menjaju akcenat. Proparoksitone (na 3. od kraja): Menjaju akcenat u gen. jedn. i množ. i Akuz. množ.:     Ο άνθρωπος – του ανθρώπου – των ανθρώπων, τους ανθρώπους     Višesložne i narodne reči ne menjaju: Ο πονοκέφαλος, ο αστράγαλος.. –ας Oksitone: / Parokstitone: Ne menjaju     Dvosložne i sa nastavkom –ιας pomeraju akcenat u gen. množ.     Ο άντρας – των αντρών, ο μήνας – των μηνών     Ο ταμίας – των ταμιών Proparoksitone: Pomeraju akcenat u gen. množ. na 2. slog od pozadi     Ο φύλακας – των φυλάκων, ο πίνακας – των πινάκων –ης

» Read more

θέτω, μένω, άγω

ΘΕΤΩ – έθεσα – τίθεμαι – τέθηκα – θέση – θέμα θέτω = stavljam, postavljam *θέτω ένα θέμα εκθέτω = izlažem, kompromitujem *έκθεση τουρισμού *έχω εκτεθεί αρκετά διαθέτω = raspolažem *το ξενοδοχείο διαθέτει 50 δωμάτια *για ό,τι χρειατείτε, είμαι στη διάθεσή σας προσθέτω = dodajem *δεν έχω τίποτα να προσθέσω καταθέτω = uplaćujem, polažem *πρέπει να κάνω μια κατάθεση μεταθέτω = prenosim *πήρα μετάθεση από Αθήνα στη Θήβα συνθέτω = komponujem, sklapam *ο Χατζιδάκις συνέθεσε αυτό το τραγούδι αποσυνθέτω = rasklapam *αποσυνέθεσε τη μηχανή υποθέτω = pretpostavljam *υπέθεσα ότι θα είσαι στο σπίτι. *υποτίθεται ότι… επιτίθεμαι = napadam *μου επιτέθηκε και τον χαστούκισα ____________________________ ΜΕΝΩ – έμεινα μένω = živim, stanujem, odsedam, ostajem *μένω στην Αθήνα. *θα μείνω κι άλλες

» Read more

κρίνω, γράφω, τηρώ

ΚΡΙΝΩ – έκρινα – κρίθηκα – κρίση – κριτική κρίνω = procenjujem, rasuđujem, kritikujem *μην κρίνεις, για να μη κριθείς! *κρίσιμη στιγμή, περίοδος = kriznι/ključni διακρίνω = vidim, razaznajem *δε διακρίνω το σπίτι μου από ‘δω *διακρίσεις = predrasude προκρίνω = kvalifikujem *η ομάδα μας προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. ανακρίνω = ispitujem *ο αστυνόμος τον ανέκρινε όλο το βράδυ. *ανάκριση μου κάνεις; επικρίνω = κατακρίνω = osuđujem *ο πατέρας του πάντα τον επέκρινε πολύ. *τον κατακρίνουν γι’ αυτά που έκανε αποκρίνομαι = odgovaram *του έστειλα τρια μηνύματα, αλλά δεν αποκρίθηκε. λογοκρίνω = cenzurišem *το άρθρο που έγραψα κατά του καθεστώτος, λογοκρίθηκε. _________________________ ΓΡΑΦΩ – έγραψα – γράφτηκα – γραφή – γράμμα γράφω = pišem *εγραψα γράμμα στη μαμά μου. εγγράφω

» Read more

Prisvojne

NENAGLAŠEN OBLIK PRISVOJNE ZAMENICE moj prijatelj tvoja knjiga njegova devojka njen rečnik njegova učiteljica naša kuća vaš profesor njihovo dete njihova sestra njihova škola ********** NAGLAŠEN OBLIK Primeri: 1. Αυτό είναι δικό μου και όχι δικό σου. (Ovo je moje, a ne tvoje) 2. Αυτή η τσάντα δεν είναι δική μου, είναι δική της. (Ova tašna nije moja, već njena) 3. Θέλω τους δικούς μου δίσκους, όχι τους δικούς του. (Želim moje diskove, a ne njegove) 4. Τα δικά τους παιδιά έκαναν τη ζημιά, κι όχι τα δικά μας. (Njihova deca su napravila štetu, a ne naša) 5. Βλέπω τις σαγιονάρες σου, αλλά δε βλέπω πουθενά τις δικές μου. (Vidim tvoje japanke, ali ne vidim nigde moje)    

» Read more

Aorist, futur trenutni i imperativ

AORIST/ΑΟΡΙΣΤΟΣ A KONJUGACIJA σα → θηκα, στηκα (πληρώθηκα, σκοτώθηκα, δανείστηκα, κλείστηκα…) ψα → φτ(θ)ηκα (βάφτηκα, γράφτηκα, κρύφτηκα, ανακαλύφθηκα…) εψα, ευσα → ευτηκα (μαζεύτηκα, εμπιστεύτηκα, παιδεύτηκα, εκπαιδεύτηκα…) ξα → χτ(θ)ηκα (φτιάχτηκα, διδάχτηκα, ελέγχθηκα…) Primer: πληρώθηκα, πληρώθηκες, πληρώθηκε, πληρωθήκαμε, πληρωθήκατε, πληρώθηκαν/ πληρωθήκανε (plaćen-a sam, plaćen-a si…) B KONJUGACIJA 1. ησα → ηθηκα (αγαπήθηκα, ρωτήθηκα, μετρήθηκα…) 2. ασα → αστηκα (γελάστηκα, ξεχάστηκα, σπάστηκα, κρεμάστηκα…) 3. εσα → εθηκα, εστηκα (αφαιρέθηκα, εξαιρέθηκα, συγχωρέθηκα, εκτελέστηκα…) 4. αξα → αχτηκα (κοιτάχτηκα, πετάχτηκα…) 5. ηξα → ηχτηκα (τραβήχτηκα, βουτήχτηκα…) Primer: κοιτάχτηκα, κοιτάχτηκες, κοιτάχτηκε, κοιταχτήκαμε, κοιταχτήκατε, κοιτάχτηκαν/ κοιταχτήκανε (pogledao-la sam se, pogledao-la si se..) **********   FUTUR TRENUTNI/ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ Α KONJUGACIJA aor. osnova + nastavci –ώ, -είς, -εί, -ούμε, -είτε, -ούν (πληρώθηκα → θα πληρωθώ, θα πληρωθείς, θα

» Read more

Prezent, imperfekat i futur trajni

PASIVNIM GLAGOLIMA pripadaju glagoli u pasivu i povratni glagoli PREZENT PASIVA/ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ A KONJUGACIJA → na prez. osnovu nastavci: ομαι, εσαι, εται, ομαστε, εστε/οσαστε, ονται πληρώνω → πληρώνομαι, πληρώνεσαι, πληρώνεται, πληρωνόμαστε, πληρώνεστε/πληρωνόσαστε, πληρώνονται (plaćaju me, plaćen-a sam) Isto se menjaju i svi glagoli A konjugacije: σκέφτομαι, ντύνομαι, βάφομαι, πλένομαι.. ********* Grupa glagola sa nastavcima: -αμαι, -ασαι, -αται, -όμαστε, -άστε, -ούνται → κοιμάμαι, φοβάμαι, θυμάμαι, λυπάμαι ********* Β1 KONJUGACIJA –ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, -ιόμαστε, -ιέστε/ιόσαστε, -ιούνται αγαπιέμαι, αγαπιέσαι, αγαπιέται, αγαπιόμαστε, αγαπιέστε/αγαπιόσαστε, αγαπιούνται (volim se, voliš se, voli se, volimo se, volite se, vole se) Isto se menjaju i svi drugi glagoli koji pripadaju B1 konjugaciji: μιλιέμαι, στεναχωριέμαι, αναρωτιέμαι… Β2 KONJUGACIJA – ούμαι, -είσαι, -είται, -ούμαστε, -είστε/ούσαστε, -ούνται θεωρούμαι, θεωρείσαι, θεωρείται, θεωρούμαστε,

» Read more
1 2 3 4