Cvrčak i mrav

Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας

Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι (cvrčak) και ένα μυρμήγκι (mrav).
Το τζιτζίκι είχε φτιάξει τη φωλιά (gnezdo) του στα κλαδιά ενός δέντρου (grane drveta) ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες (korenje) του.

Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος (zalazilo sunce), το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από τη φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους (semenke). Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη (tovario na leđa) και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε (skladištio). Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο (trud, rad) για το μυρμήγκι. Ο εργατικός (vredni) μας φίλος εργαζόταν από την ανατολή (izlazak) μέχρι την δύση του ηλίου (zalazak sunca).

Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από τη φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, τη μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.

Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε (naoblačilo), ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα των δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν (uvenulo) και έπεσαν στην γη.

Το μυρμήγκι, έχοντας αρκετές προμήθειες (zaliha) για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο (uživao u zvuku) που έκαναν οι σταγόνες της βροχής (kapi kiše) καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα (očajnički) να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα (glad), πήγε στον γείτονα (komšija) του, στο μυρμήγκι, και του είπε:

– Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή (hrana) πουθενά.

– Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι.

– Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.

– Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις (da zaigraš), είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο (jug).

REČNIK

τζίτζικας, ο/τζιτζίκι, το = cvrčak
μέρμηγκας, ο/μυρμήγκι, το = mrav
φωλιά, η – φωλιάζω = gnezdo – gnezdim se
κλαδί, το = grana
δέντρο, το = drvo
ρίζα, η = koren
καλοκαίρι, το = leto
ανατέλλει – ανατολή, η = izlazi – izlazak sunca (+istok)
δύει – δύση, η = zalazi – zalazak (+zapad)
ξεκινάω = krećem, počinjem
σπόρος, ο = seme, semenka
φορτώνω = tovarim
μεταφέρω – μεταφορά, η = prenosim – prenos, prevoz
αποθηκεύω – αποθήκη, η = skladištim – skladište
κομμάτι, το – κομματιάζω = komad, parče – komadam
κόπος, ο = trud, rad
εργάζομαι – εργατικός, -ή = radim – radan, vredan
*τρώει κάτι πρόχειρο = jede nešto na brzinu, s nogu
*πιάνει το τραγούδι = peva, zapevao
φθινόπωρο, το = jesen
σύννεφο, το – συννέφιασε = oblak – naoblačilo se
βροχή, η – βρέχει = kiša – pada kiša
φύλλο, το = list (biljke)
ξεραίνω = venem
απολαμβάνω – απόλαυση, η = uživam (+akuzativ) – užitak
ήχος, ο = zvuk
σταγόνα, η = kap
απόγνωση, η – απεγνωσμένος, -η = očaj – očajan
πείνα, η – πεινάω = glad – gladan/na sam
γείτονας, ο / γειτόνισσα, η = komšija / komšinica
*έχω κέφι = raspoložen sam
*ήρθε ο καιρός = došlo je vreme, kucnuo je čas
πουλί, το = ptica
πετάω = letim (+bacam)

Casovi grckog

Leave a Reply

Your email address will not be published.