Ružno pače
Τ Ο Α Σ Χ Η Μ Ο Π Α Π Ο
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα καταπράσινο αγρόκτημα (imanje) μια πάπια (patka). Είχε φτιάξει ανάμεσα σε κάτι καλάμια (bambusi) μια μικρή φωλιά (gnezdo) κι εκεί κλωσούσε (polagala) τα αυγά της. Κάθε μέρα καθόταν ώρες ολόκληρες πάνω στα αβγουλάκια, τα ζέσταινε και περίμενε πως και πως να βγουν από μέσα τους τα μικρά παπάκια.
Ώσπου μια μέρα τα αυγά άρχισαν να ραγίζουν κι από μέσα ξεπρόβαλαν όμορφα, κίτρινα παπάκια. Η πάπια καμάρωνε (ponosila, dičila) τα παιδάκια της, αλλά κοιτούσε με ανησυχία ένα αυγό που δεν είχε ακόμα σπάσει…
Όταν έσπασε από μέσα δε βγήκε ένα παπάκι όπως τα προηγούμενα! Η πάπια κοίταξε με περιέργεια αυτό το πλασματάκι που είχε γκρίζο τρίχωμα και ήταν πιο άσχημο απ’ τα άλλα παπάκια.
Βρε λες το αυγό να ήταν από γαλοπούλα (ćurka); – Σκεφτόταν η πάπια καθώς καμάρωνε τα παπάκια της.- Θα δούμε.. Αν είναι γαλόπουλο θα φοβάται να μπει στο νερό..
Έτσι όταν πέρασαν λίγες μέρες η πάπια πήρε τα παπάκια της και πήγαν στην λιμνούλα που ήταν εκεί κοντά. Όλα τα παπάκια ακόμα και το γκρίζο παπάκι βούτηξαν χαρούμενα στο νερό και ακλούθησαν τη μανούλα τους. Η πάπια σαν είδε και το γκρίζο παπί να μπαίνει στο νερό πείστηκε πως ήταν σίγουρα δικό της και αποφάσισε να το αγαπάει όπως και τα άλλα της παιδιά.
*
Ο καιρός περνούσε κι ενώ τα αδέρφια του γινόταν όλο και πιο όμορφα αυτό φαινόταν όλο και πιο άσχημο δίπλα τους. Τα ζώα του αγροκτήματος το κορόιδευαν (rugali se, ismevali), το ίδιο και τα αδέρφια του.
Εκείνο στενοχωρημένο έτρεχε και κρυβόταν κάτω από τα πούπουλα της μαμάς-πάπιας.”Μην στενοχωριέσαι παιδάκι μου- του έλεγε εκείνη που το αγαπούσε. “Δεν είσαι άσχημο, είσαι απλά διαφορετικό”.
Μια μέρα όμως μια από τις κότες στο αγρόκτημα το πήρε στο κυνήγι τσιμπώντας (kljucajući) το. Τα άλλα ζώα βρήκαν την ευκαιρία (priliku) και άρχισαν να υποστηρίζουν (podrže) την κότα.
“Να φύγεις από ‘δω! Δεν είναι εδώ η θέση σου! Είσαι πολύ άσχημο και δε σ’ αγαπάει κανείς!”
Το παπάκι απογοητευμένο (razočarano) αποφάσισε να φύγει. Πήδηξε το φράχτη (preskočilo ogradu) της αυλής και ξεκίνησε να βρει ένα μέρος που δεν θα το κορόιδευαν πια. Με τα πολλά έφτασε σε μια απομονωμένη (izolovano) λίμνη και ‘κει κρύφτηκε σε μια σπηλιά (pećina).
Μια μέρα εκεί που βγήκε από τη σπηλιά μήπως έβρισκε τίποτα σκουληκάκια (crviće) για να φάει είδε στον ουρανό κάτι πανέμορφα πουλιά να πετούν.
Τα θαύμαζε πολύ ώρα, μα μόλις πλησίασαν τη λίμνη τρομαγμένο (preplašeno) μη το κοροϊδέψουν για την ασχήμια του κρύφτηκε πάλι στη σπηλιά του.
*
Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας και ήρθε ξανά η άνοιξη.
Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που το παπάκι είχε φύγει από το σπίτι του. Μόλις είχαν λιώσει λίγο τα χιόνια βγήκε από τη σπηλιά του για να κολυμπήσει στη λίμνη.
Ξάφνου εκεί που κολυμπούσε είδε στα νερά της λίμνης το είδωλο (odraz) του! Έμεινε έκπληκτο να κοιτάει. Γιατί δεν ήταν πια το γκρίζο και άσχημο παπάκι αλλά ένας μεγάλος και όμορφος κύκνος (labud)! Λίγο πιο ‘κει είδε τα όμορφα πουλιά που είχε θαυμάσει τότε, την ώρα που πετούσαν. Ένα από αυτά, το πλησίασε.
Για δες ένας κύκνος. Είσαι αδελφός μας λοιπόν. Θες να έρθεις μαζί μας; Να μας ακολουθείς στα μακρινά μας ταξίδια; Το παπάκι που είχε γίνει πια ένας πανέμορφος κύκνος δέχτηκε με χαρά. Αποφάσισε να ακολούθησε τους κύκνους στα μακρινά ταξίδια τους και ετσι γνώρισε όλο τον κόσμο.
*
Καμιά φορά περνούσε απ’ το αγρόκτημα να δει τη μαμά του. Κι όλα τα ζώα το θαύμαζαν (divila se) και το ζήλευαν (bila ljubomorna) γιατί ήταν ένας όμορφος κύκνος. Κι η μαμά πάπια ήταν περίφανη (ponosna) για το γιο της , το άσχημο παπί που έγινε ο ομορφότερος κύκνος.
Τ Ε Λ Ο Σ