Imperfekat
IMPERFEKAT/ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
(vreme koje se koristi za radnju koja je trajala ili se ponavljala u prošlosti)
Gradi se tako što se na PREZENTSKU osnovu dodaju nastavci
(za A konjugaciju): α, ες, ε, αμε, ατε, αν(ε) i augment -ε gde je potreban (kod jednosložnih I dvosložnih glagola)
(za B konjugaciju): ούσα, ούσες, ούσε, ούσαμε, ούσατε, ούσαν(ε)
*Postoji i oblik: αγα, αγες, αγε, αγαμε, αγατε, αγαν(ε)
A
Πληρώνω → πλήρωνα (PLAĆAO-LA SAM), πλήρωνες, πλήρωνε, πληρώναμε, πληρώνατε, πλήρωναν/πληρώνανε
Κλείνω → έκλεινα (ZATVARAO-LA SAM), έκλεινες, έκλεινε, κλείναμε, κλείνατε, έκλειναν/κλείνανε
B
Μιλώ → μιλούσα (PRIČAO-LA SAM), μιλούσες, μιλούσε, μιλούσαμε, μιλούσατε, μιλούσαν(ε) или μίλαγα, μίλαγες, μίλαγε, μιλάγαμε, μιλάγατε, μίλαγαν/μιλάγανε
Μπορώ → μπορούσα (MOGAO-LA SAM), μπορούσες, μπορούσε, μπορούσαμε, μπορούσατε, μπορούσαν(ε)
Glagoli sa posebnom promenom
έλεγα (GOVORIO-LA SAM), έτρωγα (JEO-LA SAM), άκουγα (SLUŠAO-LA SAM), έσπαγα (RAZBIJAO-LA SAM), έκαιγα (SPALJIVAO-LA SAM), έκλαιγα (PLAKAO-LA SAM), έφταιγα (BIO-LA SAM KRIV-A)