Nepravilni glagoli

  ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ  ΑΟΡΙΣΤΟΣ  ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ    ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ   είμαι  ήμουν*  θα (να) είμαι            /   κάνω  έκανα*  θα κάνω    κάνε/κάντε   έχω  είχα*  θα έχω    έχε/έχετε   ξέρω  ήξερα*  θα ξέρω             /   θέλω  θέλησα/ήθελα  θα θελήσω            /   περιμένω  περίμενα*  θα περιμένω περίμενε / περιμένετε  καταλαβαίνω  κατάλαβα  θα καταλάβω κατάλαβε/καταλάβετε   λέω  είπα  θα πω    πες/πείτε (πέστε)   βλέπω  είδα  θα δω    δες/δείτε (δέστε)   πηγαίνω  πήγα  θα πάω    πήγαινε/πηγαίνετε   έρχομαι  ήρθα  θα έρθω    έλα/ελάτε   γίνομαι  έγινα  θα γίνω    γίνε/γίνετε   φεύγω  έφυγα  θα φύγω    φύγε/φύγετε   μένω  έμεινα  θα μείνω   μείνε/μείνετε   παίρνω  πήρα  θα πάρω    πάρε/πάρτε   φέρνω

» Read more

Perfekat, pluskvamperfekat, svršeni futur

PERFEKAT/ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ (koristi se za radnju u prošlom vremenu, koja je kratko trajala i nije određeno kada se tačno desila. uglavnom uz priloge ποτέ, ήδη, ακόμα) Za OBE KONJUGACIJE gradi se od: prezenta pomoćnog glagola έχω (kroz sva lica) + 3. lica jednine futura trenutnog (bez θα!) → έχω διαβάσει (pročitao/la sam), έχεις γράψει (napisao/la si), έχει ταξιδέψει (putovao/la je), έχουμε μιλήσει (pričali smo), έχετε αργήσει (zakasnili ste), έχουν ακούσει (čuli su) ********** PLUSKVAMPERFEKAT/ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ (koristi se za radnju koja je kratko trajala u prošlosti, a desila se pre neke druge radnje) Za OBE KONJUGACIJE gradi se od: prošlog vremena pomoćnog glagola έχω (είχα) + 3. lica jednine future trenutnog (bez θα!) → είχα διαβάσει, είχες γράψει, είχε ανοίξει, είχαμε μιλήσει, είχατε

» Read more

Imperfekat

IMPERFEKAT/ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ (vreme koje se koristi za radnju koja je trajala ili se ponavljala u prošlosti) Gradi se tako što se na PREZENTSKU osnovu dodaju nastavci (za A konjugaciju): α, ες, ε, αμε, ατε, αν(ε) i augment -ε gde je potreban (kod jednosložnih I dvosložnih glagola) (za B konjugaciju):  ούσα, ούσες, ούσε, ούσαμε, ούσατε, ούσαν(ε) *Postoji i oblik: αγα, αγες, αγε, αγαμε, αγατε, αγαν(ε) A Πληρώνω → πλήρωνα (PLAĆAO-LA SAM), πλήρωνες, πλήρωνε, πληρώναμε, πληρώνατε, πλήρωναν/πληρώνανε Κλείνω → έκλεινα (ZATVARAO-LA SAM), έκλεινες, έκλεινε, κλείναμε, κλείνατε, έκλειναν/κλείνανε B Μιλώ → μιλούσα (PRIČAO-LA SAM), μιλούσες, μιλούσε, μιλούσαμε, μιλούσατε, μιλούσαν(ε) или μίλαγα, μίλαγες, μίλαγε, μιλάγαμε, μιλάγατε, μίλαγαν/μιλάγανε Μπορώ → μπορούσα (MOGAO-LA SAM), μπορούσες, μπορούσε, μπορούσαμε, μπορούσατε, μπορούσαν(ε) Glagoli sa posebnom promenom έλεγα (GOVORIO-LA SAM), έτρωγα

» Read more

Imperativ prezenta i aorista

IMPERATIV PREZENTA/ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑ A KONJUGACIJA prezentska osnova + nastavci -ε (2. lice jednine) i –ετε (2. lice množine) Γράφω → Γράφε! (Piši!) Γράφετε! (Pišite!) Διαβάζω → Διάβαζε! (Čitaj!) Διαβάζετε! (Čitajte!) Πληρώνω → Πλήρωνε! (Plaćaj!) Πληρώνετε! (Plaćajte!) *Λέγε!/Λέγετε! Άκου!/Ακούτε! Τρώγε!/Τρώγετε! B KONJUGACIJΑ prezentska osnova + nastavci  –α i –ατε/είτε Μιλάω → Μίλα! (Govori!) Μιλάτε! (Govorite!) Ρωτάω → Ρώτα! (Pitaj!) Ρωτάτε! (Pitajte!) Οδηγώ → Οδήγα! (Vozi!) Οδηγείτε! (Vozite!) Εξηγώ → Εξήγα! (Objašnjavaj!) Εξηγείτε! (Objašnjavajte!) NAPOMENA Odričan oblik gradi se od rečce μη(ν) i drugog lica prezenta → Μη γράφεις! (Ne piši!) Μη διαβάζετε (Ne čitajte!) Μη λες (Ne govori!) Μην ακούς (Ne slušaj!) Μην τρώτε (Ne jedite!) Μη μιλάς! (Ne pričaj!) Μη ρωτάς! (Ne pitaj!) Μην οδηγείτε! (Ne vozite!) ********* IMPERATIV AORISTA/ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

» Read more

Aorist i futur trenutni

AORIST/ΑΟΡΙΣΤΟΣ (koristi se za svršenu radnju koja je kratko trajala, uglavnom uz priloge za vreme: χθες, προχθές, την περασμένη/προηγούμενη εβδομάδα, πριν από πέντε μέρες, πριν από τρεις μήνες, πέρσι..)   A KONJUGACIJA glagolska osnova + proširenje osnove + nastavci: -α,- ες,- ε, -αμε, -ατε, -αν(ε) *ispred jednosložnih i dvosložnih glagola dodaje se augment ε *akcenat se u jednini pomera na prethodni slog   νω, ζω, θω → σα (κλείνω → έκλεισα, διαβάζω → διάβασα, νιώθω → ένιωσα) πω, βω, φω, πτω → ψα (λείπω → έλειψα, κρύβω → έκρυψα, γράφω→ έγραψα, καλύπτω → κάλυψα) αυω, ευω → αψα/αυσα, εψα/ευσα (δουλεύω → δούλεψα, εκπαιδεύω → εκπαίδευσα) ζω, γω, κω, σκω, σσω,γχω, χνω.. → ξα (αλλάζω → άλλαξα, ανοίγω → άνοιξα, πλέκω

» Read more