Aorist, futur trenutni i imperativ
AORIST/ΑΟΡΙΣΤΟΣ
A KONJUGACIJA
- σα → θηκα, στηκα (πληρώθηκα, σκοτώθηκα, δανείστηκα, κλείστηκα…)
- ψα → φτ(θ)ηκα (βάφτηκα, γράφτηκα, κρύφτηκα, ανακαλύφθηκα…)
- εψα, ευσα → ευτηκα (μαζεύτηκα, εμπιστεύτηκα, παιδεύτηκα, εκπαιδεύτηκα…)
- ξα → χτ(θ)ηκα (φτιάχτηκα, διδάχτηκα, ελέγχθηκα…)
Primer: πληρώθηκα, πληρώθηκες, πληρώθηκε, πληρωθήκαμε, πληρωθήκατε, πληρώθηκαν/ πληρωθήκανε (plaćen-a sam, plaćen-a si…)
B KONJUGACIJA
1. ησα → ηθηκα (αγαπήθηκα, ρωτήθηκα, μετρήθηκα…)
2. ασα → αστηκα (γελάστηκα, ξεχάστηκα, σπάστηκα, κρεμάστηκα…)
3. εσα → εθηκα, εστηκα (αφαιρέθηκα, εξαιρέθηκα, συγχωρέθηκα, εκτελέστηκα…)
4. αξα → αχτηκα (κοιτάχτηκα, πετάχτηκα…)
5. ηξα → ηχτηκα (τραβήχτηκα, βουτήχτηκα…)
Primer: κοιτάχτηκα, κοιτάχτηκες, κοιτάχτηκε, κοιταχτήκαμε, κοιταχτήκατε, κοιτάχτηκαν/ κοιταχτήκανε (pogledao-la sam se, pogledao-la si se..)
**********
FUTUR TRENUTNI/ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ
Α KONJUGACIJA
aor. osnova + nastavci –ώ, -είς, -εί, -ούμε, -είτε, -ούν
(πληρώθηκα → θα πληρωθώ, θα πληρωθείς, θα πληρωθεί, θα πληρωθούμε, θα πληρωθείτε, θα πληρωθούν)
θα κλειστώ, θα βαφτώ, θα μαζευτώ, θα φτιαχτώ…
B KONJUGACIJA
= aor. osnova + nastavci –ώ, -είς, -εί, -ούμε, -είτε, -ούν
(ξεχάστηκα – θα ξεχαστώ, θα ξεχαστείς, θα ξεχαστεί, θα ξεχαστούμε, θα ξεχαστείτε, θα ξεχαστούν)
θα αγαπηθώ, θα γελαστώ, θα φορεθώ, θα καλεστώ, θα κοιταχτώ, θα τραβηχτώ…
**********
IMPERATIV/ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
2. lice jednine = aor. osnova aktiva + nastavak –ου
2. lice množine = aor. osnova pasiva + nastavak – είτε
Primer: κρύβω – έκρυψα, κρύφτηκα → κρύψου! (sakrij se) κρυφτείτε! (sakrijte se)
A KONJUGACIJA
- θηκα → σου/θείτε (χάσου! χαθείτε!)
στηκα → σου/στείτε (δανείσου! δανειστείτε!)
- φτηκα → ψου/φτ(θ)είτε (γράψου! γραφτείτε!)
- ευτηκα → έψου/ευτείτε (μαζέψου! μαζευτείτε!)
- χτηκα → ξου/χτ(θ)είτε (κοιτάξου! κοιταχτείτε!)
B KONJUGACIJA
- ηθηκα → ησου/ηθείτε (αγαπήσου! αγαπηθείτε!)
- αστηκα → ασου/αστείτε (ξεχάσου! ξεχαστείτε!)
- εθηκα → εσου/εθείτε (επαινέσου! επαινεθείτε!)
εστηκα → εσου/εστείτε (καλέσου! καλεστείτε!)
- αχτηκα → αξου/αχτείτε (κοιτάξου! κοιταχτείτε!)
- ηχτηκα → ηξου/ηχτείτε (τραβήξου! τραβηχτείτε!)