Orfej
Ο ΟΡΦΕΑΣ από τη Θράκη, γιος του Οίαγρου και πιθανόν της μούσας Καλλιόπης, ο χαρισματικός μουσικός, ποιητής και τραγουδιστής, εκτός από τους πρωταγωνιστές της Αργοναυτικής εκστρατείας (ekspedicija) είναι και πρωταγωνιστής ενός πολύ συμβολικού μύθου που παρουσιάζει έντονα στοιχεία θεολογίας, όσο κανένας της εποχής του.
Η Ευρυδίκη, μια πανέμορφη νύμφη των δασών, μια μέρα, προσπαθώντας να αποφύγει τον Αρισταίο που την κυνηγούσε, στις οχθές ενός ποταμού (na obali reke) πατάει ένα δηλητηριώδες φίδι (otrovna zmija). Το φίδι τη δαγκώνει και αυτή πεθαίνει. Τότε ο Ορφέας απαρηγόρητος (neutešan) κατεβαίνει στον Άδη με σκοπό να την εναπαφέρει στη ζωή.
Η μουσική του σαγηνεύει (očarava) τον Κάτω Κόσμο κι όλοι μαγεμένοι ξεχνούν το μαρτύριο και την τιμωρία τους. Ο Σίσυφος, ο Τάνταλος, οι Δαναΐδες κι όλοι οι άλλοι σταματούν την αέναη (večna) καταδίκη τους για να απολαύσουν τη θεία (božanska, božanstvena) μουσική του.
Ώσπου ο Άδης και η Περσεφόνη δέχονται να του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, αφού την αγαπά τόσο, υπό έναν όρο (pod jednim uslovom): «καθώς ο Ορφέας θα επιστρέφει στη γη και η Ευρυδίκη θα τον ακολουθεί, να μη γυρίσει να τη δει, μέχρι να βγουν εντελώς από το βασίλειο του Κάτω Κόσμου.
Λίγο όμως πριν φτάσουν στο φως του ήλιου, η αμφιβολία (sumnja) αν η σκιά της τον ακολουθεί, δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Κάποια στιγμή, γυρίζει για να διαπιστώσει (se uveri) αν οι θεοί του Κάτω Κόσμου τον ξεγέλασαν (prevarili, obmanuli). Και τότε, όλα είναι πια μάταια: η Ευρυδίκη πεθαίνει οριστικά και ο Άδης είναι αμετάκλητος στα παρακάλια (neumoljiv) του τραγικού Ορφέα.
REČNIK
πιθανόν – πιθανότητα, η = moguće, najverovatnije – mogućnost
πρωταγωνιστής/πρωταγωνίστρια = glavni lik/junak/glumac
εκστρατεία, η = espedicija, kampanja
έντονος, -η = jak, intenzivan, naglašen
αποφεύγω = izbegavam
κυνηγάω = jurim, lovim
οχθή, η = obala reke
δηλητηριώδης, -ης, -ες = otrovan
φίδι, το = zmija
δαγκώνω = ujedam
πεθαίνω = umirem
παρηγορώ – απαρηγόρητος, -η = tešim – neutešan
*επαναφέρω στη ζωή = vraćam u život
σαγηνεύω = očaravam, šarmiram
μαρτύριο, το = mučenje, tortura, stradanje
καταδίκη, η = presuda, osuda
απολαμβάνω = uživam (+akuzativ)
θείος, -α = božanski, božanstven
*υπό τον όρο = pod uslovom
επιστρέφω = vraćam (se)
ακολουθώ = pratim, sledim
εντελώς = potpuno, totalno
αμφιβολία, η – αμφιβάλλω = sumnja – sumnjam, oklevam
διαπιστώνω = uveravam se
ξεγελώ = varam, nasamarujem, obmanjujem
οριστικός, -ή = konačan, definitivan