Prevozna sredstva, put
prevozna sredstva = μεταφορικά μέσα, τα
autobus (gradski) = λεωφορείο (αστικό), το
međugradski = υπεραστικό
autobus (putnički) = πούλμαν, το
*autobuska stanica (glavna) = ΚΤΕΛ, τα/σταθμός λεωφορείων, ο
*autobuska stanica = στάση λεωφορείου, η
automobil = αυτοκίνητο, το/αμάξι, το
bicikl = ποδήλατο, το
voz = τρένο, το/αμαξοστοιχία, η
*železnička stanica = σιδηροδρομικός σταθμός, ο
kamp prikolica = τροχόσπιτο, το
kamper = αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, το
kombi = φορτηγάκι, το
metro = μετρό, το
*stanica metroa = σταθμός του μετρό, o
motor = μηχανή, η
skuter = μηχανάκι, το
taksi = ταξί, το
tramvaj = τραμ, το
trolejbus = τρόλεϊ, το
******
put = δρόμος, ο
putovanje = ταξίδι, το
auto – put = αυτοκινητόδρομος, ο/εθνική οδός, η
vozač – suvozač = οδηγός, ο/η – συνοδηγός, ο/η
putnik – putnica = επιβάτης – επιβάτισσα/ταξιδιώτης – ταξιδιώτισσα
saputnik – saputnica = συνεπιβάτης, συνταξιδιώτης
vozačka dozvola = άδεια/δίπλωμα οδήγησης
saobraćajna dozvola = άδεια κυκλοφορίας, η
vozilo = όχημα, το
benzinska pumpa = πρατήριο βενζίνης/βενζινάδικο, το
servis = συνεργείο, το
vulkanizer = βουλκανιζατέρ, ο
putarina = διόδια, τα
policijac = αστυνόμος, αστυφύλακας, ο
saobraćajac = τροχονόμος, ο
pomoć na putu = ΕΛΠΑ, η
putokaz = πινακίδα, η
saobraćajni znaci = οδικά σήματα, τα
semafor = φανάρι, το
skretanje = στροφή, η
sudar, nesreća = σύγκρουση – ατύχημα