Na -ων
-ΩΝ – ΟΥΣΑ -ΟΝ
ΩΝ – ΩΝ – ΟΝ
αρσενικό | θηλυκό |
ουδέτερο |
||||
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. |
ο
του |
μετριόφρων/μετριόφρονας μετριόφρονος/μετριόφρονα μετριόφρονα μετριόφρων |
η τηςτην |
μετριόφρων μετριόφρονος μετριόφρονα μετριόφρων |
το του το |
μετριόφρον μετριόφρονος μετριόφρον μετριόφρον |
Πληθυντικός αριθμός |
||||||
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. |
οι
των |
μετριόφρονες μετριοφρόνων μετριόφρονες μετριόφρονες |
οι των τις |
μετριόφρονες μετριοφρόνων μετριόφρονες μετριόφρονες |
τα των τα |
μετριόφρονα μετριοφρόνων μετριόφρονα μετριόφρονα |
+ΕΥΓΝΩΜΩΝ, ΝΟΗΜΩΝ, ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΩΝ..