βλέπω, βάλλω, καλώ
ΒΛΕΠΩ – είδα – ειδώθηκα – θα ιδωθώ βλέπω = vidim, gledam *είδα τον Γιώργο στο πάρτι χθες *έχω καιρό να σε δω *πότε θα ιδωθούμε; διαβλέπω = slutim, predosećam *σοβαρό κίνδυνο διάσπασης της ΕΕ διαβλέπει ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς. προβλέπω = predviđam *για αύριο προβλέπεται αίθριος καιρός παραβλέπω = zanemarujem, pravim se da ne vidim, gledam kroz prste *η μαμά πάντα παραβλέπει τα λάθη μας επιβλέπω = nadzirem, nadgledam, vršim nadzor *ο κύριος Οικονόμου επιβλέπει τα έργα αποβλέπω = težim, imam nameru, imam za cilj *ο γιος μας αποβλέπει στο να γίνει πιλότος ____________________________________ ΒΑΖΩ/ΒΑΛΛΩ – έβαλα – βάλθηκα/βλήθηκα – βολή βάζω = stavljam, sipam, ubacujem *βάλαμε δυο γκολ *βάλε μου λίγο κρασί εισβάλλω = upadam, vršim raciju, invaziju
» Read more