βλέπω, βάλλω, καλώ

ΒΛΕΠΩ – είδα – ειδώθηκα – θα ιδωθώ βλέπω = vidim, gledam *είδα τον Γιώργο στο πάρτι χθες *έχω καιρό να σε δω *πότε θα ιδωθούμε; διαβλέπω = slutim, predosećam *σοβαρό κίνδυνο διάσπασης της ΕΕ διαβλέπει ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς. προβλέπω = predviđam *για αύριο προβλέπεται αίθριος καιρός παραβλέπω = zanemarujem, pravim se da ne vidim, gledam kroz prste *η μαμά πάντα παραβλέπει τα λάθη μας επιβλέπω = nadzirem, nadgledam, vršim nadzor *ο κύριος Οικονόμου επιβλέπει τα έργα αποβλέπω = težim, imam nameru, imam za cilj *ο γιος μας αποβλέπει στο να γίνει πιλότος ____________________________________ ΒΑΖΩ/ΒΑΛΛΩ – έβαλα – βάλθηκα/βλήθηκα – βολή βάζω = stavljam, sipam, ubacujem *βάλαμε δυο γκολ *βάλε μου λίγο κρασί εισβάλλω = upadam, vršim raciju, invaziju

» Read more

θέτω, μένω, άγω

ΘΕΤΩ – έθεσα – τίθεμαι – τέθηκα – θέση – θέμα θέτω = stavljam, postavljam *θέτω ένα θέμα εκθέτω = izlažem, kompromitujem *έκθεση τουρισμού *έχω εκτεθεί αρκετά διαθέτω = raspolažem *το ξενοδοχείο διαθέτει 50 δωμάτια *για ό,τι χρειατείτε, είμαι στη διάθεσή σας προσθέτω = dodajem *δεν έχω τίποτα να προσθέσω καταθέτω = uplaćujem, polažem *πρέπει να κάνω μια κατάθεση μεταθέτω = prenosim *πήρα μετάθεση από Αθήνα στη Θήβα συνθέτω = komponujem, sklapam *ο Χατζιδάκις συνέθεσε αυτό το τραγούδι αποσυνθέτω = rasklapam *αποσυνέθεσε τη μηχανή υποθέτω = pretpostavljam *υπέθεσα ότι θα είσαι στο σπίτι. *υποτίθεται ότι… επιτίθεμαι = napadam *μου επιτέθηκε και τον χαστούκισα ____________________________ ΜΕΝΩ – έμεινα μένω = živim, stanujem, odsedam, ostajem *μένω στην Αθήνα. *θα μείνω κι άλλες

» Read more

κρίνω, γράφω, τηρώ

ΚΡΙΝΩ – έκρινα – κρίθηκα – κρίση – κριτική κρίνω = procenjujem, rasuđujem, kritikujem *μην κρίνεις, για να μη κριθείς! *κρίσιμη στιγμή, περίοδος = kriznι/ključni διακρίνω = vidim, razaznajem *δε διακρίνω το σπίτι μου από ‘δω *διακρίσεις = predrasude προκρίνω = kvalifikujem *η ομάδα μας προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. ανακρίνω = ispitujem *ο αστυνόμος τον ανέκρινε όλο το βράδυ. *ανάκριση μου κάνεις; επικρίνω = κατακρίνω = osuđujem *ο πατέρας του πάντα τον επέκρινε πολύ. *τον κατακρίνουν γι’ αυτά που έκανε αποκρίνομαι = odgovaram *του έστειλα τρια μηνύματα, αλλά δεν αποκρίθηκε. λογοκρίνω = cenzurišem *το άρθρο που έγραψα κατά του καθεστώτος, λογοκρίθηκε. _________________________ ΓΡΑΦΩ – έγραψα – γράφτηκα – γραφή – γράμμα γράφω = pišem *εγραψα γράμμα στη μαμά μου. εγγράφω

» Read more