Κωνσταντίνος Καβάφης
Ι Θ Α Κ Η
Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγματείες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου να `χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δε θα `βγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
_________________________________________________________
Τ Ε Ι Χ Η
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δε σκέπτομαι, τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη,
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ`έκλεισαν από τον κόσμο έξω.
Τ Ρ Ω Ε Σ
ειν’οι προσπάθειες μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε κομμάτι
παιρνουμ’ επάνω μας κι αρχίζουμε
νά `χουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.
Είν’ οι προσπάθειες μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως μ’ απόφαση και τόλμη
θ’αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κι’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλιτώσουμε με τη φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία.
Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν’ κι αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε.
ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ
ακουστεί αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες με φωνές
την τύχη σου που ενδίδει πια
τα έργα σου που απέτυχαν
τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες
μη ανωφέλετα θρηνήσεις
προπάντων να μην γελαστείς
μην πεις πως ήταν ένα όνειρο
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχτείς
σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος
σαν που ταιριάζει σε
που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνηση
αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια
και παράπονα
ως τελευταία απόλαυση τους ήσους
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου
κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις
STIHOVI I PREVODI PESAMA