βλέπω, βάλλω, καλώ
ΒΛΕΠΩ – είδα – ειδώθηκα – θα ιδωθώ
βλέπω = vidim, gledam
*είδα τον Γιώργο στο πάρτι χθες
*έχω καιρό να σε δω
*πότε θα ιδωθούμε;
διαβλέπω = slutim, predosećam
*σοβαρό κίνδυνο διάσπασης της ΕΕ διαβλέπει ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς.
προβλέπω = predviđam
*για αύριο προβλέπεται αίθριος καιρός
παραβλέπω = zanemarujem, pravim se da ne vidim, gledam kroz prste
*η μαμά πάντα παραβλέπει τα λάθη μας
επιβλέπω = nadzirem, nadgledam, vršim nadzor
*ο κύριος Οικονόμου επιβλέπει τα έργα
αποβλέπω = težim, imam nameru, imam za cilj
*ο γιος μας αποβλέπει στο να γίνει πιλότος
____________________________________
ΒΑΖΩ/ΒΑΛΛΩ – έβαλα – βάλθηκα/βλήθηκα – βολή
βάζω = stavljam, sipam, ubacujem
*βάλαμε δυο γκολ
*βάλε μου λίγο κρασί
εισβάλλω = upadam, vršim raciju, invaziju
*ο εχθρός εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος
εκβάλλω = ulivam se
*ο Δούναβης εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα
συμβάλλω = pomažem, doprinosim, učestvujem
*όλες οι χώρες πρέπει να συμβάλλουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας
προβάλλω = prikazujem, pojavljujem se
*πρόβαλε στο παράθυρο
*είδαμε την προβολή της καινούργιας ταινίας του Αγγελόπουλου
προσβάλλω = vređam
*με πρόσβαλε πολύ μ’ αυτά που είπε
αναβάλλω = odlažem
*λόγω κακοκαιρίας αναβάλαμε το ταξίδι μας
*λόγω βροχής αναβλήθηκε το ματς
καταβάλλω = obaram, poražavam, nadjačavam, ulažem, plaćam
*κατάφερε να καταβάλει τον αντίπαλό του
*κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μάθει ελληνικά
μεταβάλλω = menjam, transformišem, modifikujem
*αυτός κάθε λίγο μεταβάλλει τη γνώμη του
αμφιβάλλω = sumnjam
*δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι έκανα το σωστό πράγμα
επιβάλλω = namećem
*αυτή επιβάλλει πάντα τη γνώμη της
περιβάλλω = okružujem
*η γιαγιά περιβάλλει τα εγγονάκια της με πολλή αγάπη
*ο παππούς έχει ένα πανέμορφο περιβόλι στο χωριό
*η μόλυνση του περιβάλλοντος είναι σοβαρό πρόβλημα
αποβάλλω = podbacujem, odb acuj
*απέβαλε παιδί δυο φορές
υποβάλλω = podnosim
*μέχρι πότε πρέπει να υποβάλουμε τις αιτήσεις μας;
υπερβάλλω = preterujem
*πάντα υπερβάλλει και δεν τον πιστεύω πολύ
*είναι πολύ υπερβολικός
_________________________________________
ΚΑΛΩ – κάλεσα – καλέστηκα/κλήθηκα – κλήση
καλώ = zovem, pozivam
*καλέσαμε όλους τους φίλους και τους συγγενείς στα γενέθλια του Νίκου
*χθες το βράδυ είχαμε καλεσμένους στο σπίτι
ανακαλώ = opozivam
*τον ανακάλεσαν από τη θέση του
αποκαλώ = nazivam
*ο Δημητράκης μάλωσε με τον Γρηγόρη, γιατί τον αποκάλεσε βλάκα
προκαλώ = izazivam
*μη με προκαλείς, θα το μετανιώσεις!
προσκαλώ = pozivam
*προσκάλεσαν 300 άτομα στον γάμο τους
*στείλαμε προσκλητήρια για τον γάμο
επικαλούμαι = pozivam se (na)
*ο άνθρωπος στην ανάγκη επικαλείται το Θεό
*ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε την μαρτυρία της συζύγου του